ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΩΝ ΡΥΜΟΥΛΚΩΝ,
ΝΑΥΑΓΟΣΩΣΤΙΚΩΝ, ΑΝΤΙΡΡΥΠΑΝΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΛΟΙΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΥΠΕΡΑΚΤΙΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

Άρθρο 1° – Επωνυμία

Συνι­στά­ται σωμα­τείο με την επω­νυ­μία «Ελλη­νι­κή Ένω­ση Πλοιο­κτη­τών Ρυμουλ­κών, Ναυα­γο­σω­στι­κών, Αντιρ­ρυ­πα­ντι­κών και Πλοί­ων Υπο­στή­ρι­ξης Υπε­ρά­κτιων Εγκα­τα­στά­σε­ων» (εφε­ξής «η Ένω­ση»). Για τις διε­θνείς σχέ­σεις της Ένω­σης η παρα­πά­νω επω­νυ­μία θα είναι «Hellenic Shipowners’ Association of Tugs, Salvage, Antipollution and OSVs».

Άρθρο 2° – Έδρα

Έδρα της Ένω­σης ορί­ζε­ται ο Πει­ραιάς (Οδός Κολο­κο­τρώ­νη 121, ΤΚ 18536). Η Ένω­ση μπο­ρεί να ιδρύ­ει παραρ­τή­μα­τα-γρα­φεία σε οποιο­δή­πο­τε λιμά­νι της χώρας.

Άρθρο 3° – Σκοπός

Σκο­πός της Ένω­σης είναι η δια­φύ­λα­ξη, προ­ώ­θη­ση, προ­στα­σία και ανά­πτυ­ξη των πάσης φύσε­ως συμ­φε­ρό­ντων των μελών της.

Στον ανω­τέ­ρω σκο­πό της Ένω­σης περι­λαμ­βά­νο­νται ενδει­κτι­κά τα εξής:

(α) Η μελέ­τη, προ­βο­λή και προ­ώ­θη­ση του συνό­λου των ζητη­μά­των που αφο­ρούν τα μέλη της Ένωσης.

(β) Η παρο­χή συν­δρο­μής προς τα Μέλη της (μέσω της άσκη­σης παρεμ­βά­σε­ων ή άλλως) στις κάθε είδους διε­νέ­ξεις τους με τρί­τα πρό­σω­πα και αρχές ενώ­πιον παντός φυσι­κού ή νομι­κού προ­σώ­που δημο­σί­ου ή ιδιω­τι­κού δικαί­ου, κάθε αρχής διοι­κη­τι­κής, δικα­στι­κής κλπ της ημε­δα­πής και της αλλοδαπής.

(γ) Η συλ­λο­γι­κή εκπρο­σώ­πη­ση του κλά­δου ενώ­πιον των διοι­κη­τι­κών και δικα­στι­κών αρχών.

(δ) Η συνερ­γα­σία με οποιο­δή­πο­τε φυσι­κό ή νομι­κό πρό­σω­πο δημο­σί­ου και ιδιω­τι­κού δικαί­ου, κάθε αρχή διοι­κη­τι­κή, δικα­στι­κή κλπ, άλλα σωμα­τεία, ενώ­σεις, συν­δέ­σμους κλπ για την από κοι­νού αντι­με­τώ­πι­ση, προ­βο­λή και προ­ώ­θη­ση ζητη­μά­των που αφο­ρούν την Ένω­ση στην ελλη­νι­κή και παγκό­σμια ναυτιλία.

(ε) Η συμ­με­το­χή σε αντί­στοι­χες διε­θνείς ενώ­σεις με τους ίδιους ή παρεμ­φε­ρείς σκοπούς.

(στ) Η δια­βού­λευ­ση και δια­πραγ­μά­τευ­ση με οποια­δή­πο­τε ναυ­τερ­γα­τι­κή οργά­νω­ση και η συμ­με­το­χή στην κατάρ­τι­ση ή τρο­πο­ποί­η­ση συλ­λο­γι­κών συμ­βά­σε­ων εργα­σί­ας ή στην επί­λυ­ση κάθε ναυ­τερ­γα­τι­κού ζητήματος.

Άρθρο 4° Έννοια Πλοίου

Για τους σκο­πούς του παρό­ντος Κατα­στα­τι­κού ως πλοίο νοεί­ται κάθε ρυμουλ­κό, ναυα­γο­σω­στι­κό και αντιρ­ρυ­πα­ντι­κό πλοίο καθώς και κάθε πλοίο υπο­στή­ρι­ξης υπε­ρά­κτιων εγκα­τα­στά­σε­ων (εφο­δια­στι­κό, αντιρ­ρυ­πα­ντι­κό, πλοίο πετρε­λαϊ­κών εξο­ρύ­ξε­ων, καλω­δια­κό πλοίο και κάθε άλλο πλοίο που παρέ­χει ειδι­κή συν­δρο­μή σε εργα­σί­ες ρυμούλ­κη­σης, επι­θα­λάσ­σιας αρω­γής, ναυα­γιαί­ρε­σης και αντιρ­ρύ­παν­σης, καθώς και στις υπε­ρά­κτιες δρα­στη­ριό­τη­τες εκμε­τάλ­λευ­σης κοι­τα­σμά­των πετρε­λαί­ου και φυσι­κού αερί­ου), εφό­σον φέρει την Ελλη­νι­κή σημαία ή είναι, βάσει του νόμου, ελλη­νι­κών συμ­φε­ρό­ντων εφό­σον είναι υπό ξένη σημαία-εφε­ξής «το Πλοίο». Σε περί­πτω­ση αμφι­σβή­τη­σης ύπαρ­ξης της τελευ­ταί­ας προ­ϋ­πό­θε­σης (ελλη­νι­κών συμ­φε­ρό­ντων) το Δ.Σ. συνι­στά επι­τρο­πή που μελε­τά το ζήτη­μα με στοι­χεία που προ­σκο­μί­ζει το Τακτι­κό Μέλος υπό αίρε­ση και κάθε Τακτι­κό Μέλος που το αμφι­σβη­τεί και εκδί­δει αιτιο­λο­γη­μέ­νη από­φα­ση εντός 30 ημε­ρών. Σε περί­πτω­ση απόρ­ρι­ψης το Τακτι­κό Μέλος έχει δικαί­ω­μα, μέσα σε ένα μήνα από την κοι­νο­ποί­η­ση σε αυτό της σχε­τι­κής από­φα­σης του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου, να προ­σφύ­γει στη Γενι­κή Συνέ­λευ­ση με αίτη­σή του, που υπο­βάλ­λε­ται στη Γραμ­μα­τεία της Ένω­σης, οπό­τε συγκα­λεί­ται έκτα­κτη Γενι­κή Συνέ­λευ­ση που θα απο­φαν­θεί επ’ αυτού του ζητή­μα­τος. Αν το Τακτι­κό Μέλος δεν προ­σφύ­γει στην Γενι­κή Συνέ­λευ­ση εντός της παρα­πά­νω προ­θε­σμί­ας, τότε η από­φα­ση εκτε­λεί­ται. Η Γενι­κή Συνέ­λευ­ση απο­φα­σί­ζει τελε­σί­δι­κα επί της προ­σφυ­γής. Ίδιο δικαί­ω­μα προ­σφυ­γής έχει και κάθε Μέλος που το αμφι­σβη­τεί εντός μηνός από την κοι­νο­ποί­η­ση της από­φα­σης απο­δο­χής και εγγραφής.

Άρθρο 5° Μέλη

Η Ένω­ση έχει τακτι­κά, συν­δε­δε­μέ­να και επί­τι­μα μέλη.

(α) Τακτι­κό Μέλος της Ένω­σης μπο­ρεί να είναι κάθε ικα­νό προς δικαιο­πρα­ξία φυσι­κό πρό­σω­πο, υπή­κο­ος κρά­τους μέλους της Ευρω­παϊ­κής Ένω­σης ή κρά­τους ανή­κο­ντος στον Ευρω­παϊ­κό Οικο­νο­μι­κό Χώρο (εφε­ξής «ΕΟΧ») ή νομι­κό πρό­σω­πο, το οποίο έχει συστα­θεί νομί­μως κατά το Ελλη­νι­κό δίκαιο ή σε άλλο κρά­τος μέλους της Ευρω­παϊ­κής Ένω­σης ή του ΕΟΧ εφό­σον συγκε­ντρώ­νει τις ακό­λου­θες προϋποθέσεις:

Α. Φυσι­κό Πρόσωπο
Να είναι ενή­λι­κος σύμ­φω­να με το δίκαιο της χώρας της ιθα­γέ­νειάς του, με πλή­ρη δικαιο­πρα­κτι­κή ικα­νό­τη­τα και να έχει στην κυριό­τη­τά του (απο­κλει­στι­κή ή μη) ή να εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται ή συνεκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται ατο­μι­κά ως εφο­πλι­στής Πλοίο, υπό την έννοια του Άρθρου 4 του παρόντος.

Β. Νομι­κό Πρόσωπο
Να έχει συστα­θεί νομί­μως κατά το δίκαιο που διέ­πει τη σύστα­ση και τη λει­τουρ­γία του και να έχει είτε την απο­κλει­στι­κή κυριό­τη­τα είτε τη συμπλοιο­κτη­σία είτε την απο­κλει­στι­κή εκμε­τάλ­λευ­ση είτε τη συνεκ­με­τάλ­λευ­ση ως εφο­πλι­στής του­λά­χι­στον ενός Πλοί­ου υπό την έννοια του Άρθρου 4 του παρό­ντος. Το Νομι­κό Πρό­σω­πο που είναι Τακτι­κό Μέλος της Ένω­σης καθο­ρί­ζει με επι­στο­λή της διοί­κη­σής του το φυσι­κό πρό­σω­πο που το εκπρο­σω­πεί και που ασκεί τα δικαιώ­μα­τα του εκλέ­γειν και του εκλέ­γε­σθαι στο όνο­μα και για λογα­ρια­σμό του Νομι­κού Προ­σώ­που. Το φυσι­κό πρό­σω­πο που θα εκπρο­σω­πεί το Νομι­κό Πρό­σω­πο-Τακτι­κό Μέλος θα πρέ­πει (α) να είναι ενή­λι­κος σύμ­φω­να με το δίκαιο της χώρας της ιθα­γέ­νειάς του, ίβ) να έχει πλή­ρη δικαιο­πρα­κτι­κή ικα­νό­τη­τα, (γ) να απο­τε­λεί μέλος του διοι­κη­τι­κού συμ­βου­λί­ου του Νομι­κού Προ­σώ­που- Τακτι­κού Μέλους ή να είναι ο νόμι­μος εκπρό­σω­πός του και (δ) να μην έχει απο­βλη­θεί στο παρελ­θόν από μέλος της Ένωσης.

Η από­κτη­ση της ιδιό­τη­τας του Τακτι­κού Μέλους της Ένω­σης προ­ϋ­πο­θέ­τει ότι για το ίδιο Πλοίο δεν υπάρ­χει άλλο εγγε­γραμ­μέ­νο Μέλος της Ένω­σης, προ­κει­μέ­νου με αυτόν τον τρό­πο να τηρη­θεί η αρχή ότι τα συμ­φέ­ρο­ντα κάθε πλοί­ου εκπρο­σω­πού­νται από ένα Μέλος μόνον.

Φυσι­κό πρό­σω­πο που εκπρο­σω­πεί πέραν του ενός Νομι­κά Πρό­σω­πα-Μέλη, έχει τόσες ψήφους στη Γενι­κή Συνέ­λευ­ση και στις αρχαι­ρε­σί­ες της Ένω­σης όσες και τα Νομι­κά Πρό­σω­πα που εκπρο­σω­πεί, μπο­ρεί, όμως, εφό­σον εκλε­γεί, να κατα­λά­βει μόνον μία θέση στο Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο της Ένωσης.

(β) Συν­δε­δε­μέ­νο Μέλος της Ένω­σης μπο­ρεί να είναι κάθε ικα­νό προς δικαιο­πρα­ξία φυσι­κό πρό­σω­πο, το οποίο είναι ενή­λι­κο σύμ­φω­να με το δίκαιο της ιθα­γέ­νειάς του με πλή­ρη δικαιο­πρα­κτι­κή ικα­νό­τη­τα, ή νομι­κό πρό­σω­πο ιδιω­τι­κού ή δημο­σί­ου δικαί­ου το οποίο έχει συστα­θεί νομί­μως κατά το δίκαιο που διέ­πει τη σύστα­ση και τη λει­τουρ­γία του, ή ένω­ση προ­σώ­πων με δικαιο­πρα­κτι­κή ικα­νό­τη­τα σύμ­φω­να με το δίκαιο της ιθα­γέ­νειάς της εφό­σον συγκε­ντρώ­νει μια του­λά­χι­στον τις ακό­λου­θες προϋποθέσεις:

(α) πλη­ροί τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις του Τακτι­κού Μέλους κατά το άρθρο 5(α),
(β) δρα­στη­ριο­ποιεί­ται επι­χει­ρη­μα­τι­κά σε οποια­δή­πο­τε ναυ­τι­λια­κή δρα­στη­ριό­τη­τα κλά­δου που εκπρο­σω­πεί­ται από την Ένω­ση (ενδει­κτι­κά ρυμουλκήσεις/ναυαγιαιρέσεις/εργασίες αντιρ­ρύ­παν­σης κ.ο.κ.),
(γ) η δρα­στη­ριο­ποί­η­σή του συν­δέ­ε­ται με οποια­δή­πο­τε ναυ­τι­λια­κή δρα­στη­ριό­τη­τα κλά­δου που εκπρο­σω­πεί­ται από την Ένωση,
(δ) η δρα­στη­ριο­ποί­η­σή του παρου­σιά­ζει επι­στη­μο­νι­κό, κοι­νω­νι­κό επι­χει­ρη­μα­τι­κό ή οικο­νο­μι­κό ενδια­φέ­ρον για οποιον­δή­πο­τε ναυ­τι­λια­κό κλά­δο ο οποί­ος εκπρο­σω­πεί­ται από την Ένωση.

Το νομι­κό πρό­σω­πο, η ένω­ση προ­σώ­πων ή ο φορέ­ας που είναι Συν­δε­δε­μέ­νο Μέλος της Ένω­σης καθο­ρί­ζει με επι­στο­λή της διοί­κη­σής του το φυσι­κό πρό­σω­πο που το εκπρο­σω­πεί. Το φυσι­κό πρό­σω­πο που εκπρο­σω­πεί το Συν­δε­δε­μέ­νο Μέλος θα πρέ­πει (α) να είναι ενή­λι­κος σύμ­φω­να με το δίκαιο της χώρας της ιθα­γέ­νειάς του,
(β) να έχει πλή­ρη δικαιο­πρα­κτι­κή ικα­νό­τη­τα, και
(γ) να μην έχει απο­βλη­θεί στο παρελ­θόν από μέλος της Ένωσης.

Τα Συν­δε­δε­μέ­να Μέλη δεν έχουν δικαί­ω­μα εκλέ­γειν και εκλέ­γε­σθαι. Τα Συν­δε­δε­μέ­να Μέλη, εφό­σον επι­θυ­μούν, έχουν δικαίωμα:
(α) να συμ­με­τέ­χουν στη Γενι­κή Συνέ­λευ­ση της Ένω­σης, με δικαί­ω­μα ακρό­α­σης και λόγου, αλλά χωρίς δικαί­ω­μα ψήφου,
(β) να παρα­κο­λου­θούν τις Συνε­δριά­σεις του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου της Ένω­σης χωρίς δικαί­ω­μα λόγου ή ψήφου,
(γ) να συμ­με­τέ­χουν σε όλες τις εκδη­λώ­σεις της Ένω­σης και
(δ) να ανα­φέ­ρο­νται ως Μέλη της Ένω­σης στην ιστο­σε­λί­δα αυτής και όπου αλλού η Ένω­ση γνω­στο­ποιεί τα Μέλη της.

Τα Συν­δε­δε­μέ­να Μέλη ανα­κη­ρύσ­σο­νται ως τέτοια με από­φα­ση του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου της Ένωσης.

(γ) Επί­τι­μα Μέλη της Ένω­σης είναι όσα ανα­κη­ρύσ­σο­νται ως τέτοια με από­φα­ση του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου. Ως Επί­τι­μα Μέλη μπο­ρούν να ανα­κη­ρυ­χθούν προ­σω­πι­κό­τη­τες οι οποί­ες προ­σέ­φε­ραν ιδιαί­τε­ρες υπη­ρε­σί­ες στην ναυ­τι­λία γενι­κό­τε­ρα καθώς και πρό­σω­πα που δρα­στη­ριο­ποιού­νται στον κλά­δο ή σε συνα­φείς δρα­στη­ριό­τη­τες, μη δικαιού­με­να τυπι­κά την ιδιό­τη­τα του τακτι­κού Μέλους, η συμ­με­το­χή των οποί­ων ως Επί­τι­μα Μέλη δύνα­ται να ενι­σχύ­σει το κύρος, τη δρά­ση ή την αντι­προ­σω­πευ­τι­κό­τη­τα του Σωμα­τεί­ου. Τα Επί­τι­μα Μέλη, εφό­σον επι­θυ­μούν, παρί­στα­νται στις Γενι­κές Συνε­λεύ­σεις και στο Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο, αλλά δεν εκλέ­γο­νται και δεν έχουν δικαί­ω­μα ψήφου.

Επί­τι­μος πρό­ε­δρος της Ένω­σης μπο­ρεί να εκλε­γεί από τη Γενι­κή Συνέ­λευ­ση οποιο­δή­πο­τε πρό­σω­πο έχει προ­σφέ­ρει ιδιαί­τε­ρες υπη­ρε­σί­ες στον κλά­δο, υπό την προ­ϋ­πό­θε­ση ότι ήταν μέλος της Ένω­σης ή ήταν εκπρό­σω­πος νομι­κού προ­σώ­που μέλους της Ένω­σης για χρο­νι­κό διά­στη­μα του­λά­χι­στον 10 ετών.

Άρθρο 6° Δια­δι­κα­σία Από­κτη­σης Ιδιό­τη­τας Τακτι­κού Μέλους

Κάθε φυσι­κό ή νομι­κό πρό­σω­πο που συγκε­ντρώ­νει τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις του άρθρου 4 και 5(α) και επι­θυ­μεί να γίνει μέλος της Ένω­σης, υπο­βάλ­λει σχε­τι­κή αίτη­ση η οποία συνο­δεύ­ε­ται από τα έγγρα­φα και δικαιο­λο­γη­τι­κά που καθο­ρί­ζο­νται κάθε φορά από το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο. Το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο έχει το δικαί­ω­μα να δεχτεί ή να απορ­ρί­πτει την αίτη­ση, με αιτιο­λο­γη­μέ­νη από­φα­ση, η οποία λαμ­βά­νε­ται από τα 2/3 του συνο­λι­κού αριθ­μού των τακτι­κών μελών του, εντός προ­θε­σμί­ας δύο μηνών από την υπο­βο­λή της σχε­τι­κής αίτη­σης. Αυτή η έγκρι­ση μπο­ρεί να δοθεί και με την θέση απλών υπο­γρα­φών από τα τακτι­κά μέλη του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου επί της αίτη­σης του υπο­ψη­φί­ου τακτι­κού μέλους. Σε περί­πτω­ση που η αίτη­ση δεν γίνει δεκτή εντός προ­θε­σμί­ας δύο μηνών από την υπο­βο­λή της ή σε περί­πτω­ση που δεν εκδο­θεί από­φα­ση εντός της ίδιας προ­θε­σμί­ας, γεγο­νός που θα ισο­δυ­να­μεί με απορ­ρι­πτι­κή από­φα­ση, το υπο­ψή­φιο τακτι­κό μέλος έχει δικαί­ω­μα να προ­σφύ­γει στην πρώ­τη τακτι­κή Γενι­κή Συνέ­λευ­ση των μελών της Ένω­σης που θα συγκλη­θεί μετά την απόρ­ρι­ψη της αίτη­σής του. Αν η Γενι­κή Συνέ­λευ­ση εγκρί­νει την αίτη­ση με πλειο­ψη­φία 2/3 επί των νομί­μως παρα­στά­ντων και ψηφι­σά­ντων μελών, ο αϊτών καθί­στα­ται τακτι­κό μέλος της Ένω­σης από την ημε­ρο­μη­νία έκδο­σης της σχε­τι­κής από­φα­σης της Γενι­κής Συνέλευσης.

Άρθρο 7° Δια­δι­κα­σία Δια­γρα­φής Μέλους

Εάν τακτι­κό μέλος της Ένω­σης παύ­σει για οποιον­δή­πο­τε λόγο να έχει μια από τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις που απαι­τού­νται σύμ­φω­να με το άρθρο 4 και το άρθρο 5 (α) του παρό­ντος κατα­στα­τι­κού για να είναι τακτι­κό μέλος της Ένω­σης, δια­γρά­φε­ται με αιτιο­λο­γη­μέ­νη από­φα­ση του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου. Σε περί­πτω­ση δια­γρα­φής τακτι­κού μέλους της Ένω­σης, αυτό έχει δικαί­ω­μα να προ­σφύ­γει στην πρώ­τη τακτι­κή Γ ενι­κή Συνέ­λευ­ση των μελών της Ένω­σης που θα συγκλη­θεί μετά την δια­γρα­φή του και να ζητή­σει την επα­νεγ­γρα­φή του. Αν η Γενι­κή Συνέ­λευ­ση εγκρί­νει την επα­νεγ­γρα­φή του με πλειο­ψη­φία 2/3 επί των νομί­μως παρι­στά­ντων και ψηφι­σά­ντων μελών, ο αϊτών θεω­ρεί­ται ότι ουδέ­πο­τε δια­γρά­φη­κε από την Ένωση.

Τα συν­δε­δε­μέ­να και τα επί­τι­μα μέλη της Ένω­σης παύ­ουν να έχουν αυτή την ιδιό­τη­τα μόνον με από­φα­ση της Γενι­κής Συνέ­λευ­σης που λαμ­βά­νε­ται με πλειο­ψη­φία 2/3.

Κατ’ εξαί­ρε­ση, σε περί­πτω­ση που μέλος της Ένω­σης παύ­σει να είναι κύριος/συγκύριος ή εφοπλιστής/συνεφοπλιστής Πλοί­ου ή να είναι εκπρό­σω­πος ή δια­χει­ρι­στής συμπλοιο­κτη­σί­ας Πλοί­ου, παρα­μέ­νει μέλος της Ένω­σης για χρο­νι­κό διά­στη­μα ενός έτους από την ημε­ρο­μη­νία που παύ­ει να πλη­ροί την σχε­τι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση, υπό τον όρο ότι θα απο­στεί­λει εντός μηνός επι­στο­λή στο Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο της Ένω­σης στην οποία θα εκφρά­σει την πρό­θε­σή του να επα­να­κτή­σει την απαι­τού­με­νη σχέ­ση με Πλοίο εντός έτους από την ημε­ρο­μη­νία απώ­λειάς της. Σε περί­πτω­ση, ωστό­σο, που δεν θα προ­βεί σε επα­νά­κτη­ση αυτής της σχέ­σης εντός της παρα­πά­νω προ­θε­σμί­ας, θα δια­γρά­φε­ται από το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο της Ένω­σης, ενώ και σε αυτή την περί­πτω­ση θα χωρεί προ­σφυ­γή κατά της από­φα­σης δια­γρα­φής στη Γενι­κή Συνέ­λευ­ση της Ένωσης.

Άρθρο 8°

Στις περι­πτώ­σεις των άρθρων 6 και 7 του παρό­ντος η από­κτη­ση της ιδιό­τη­τας του μέλους της Ένω­σης ή η απώ­λεια αυτής επέρ­χε­ται κατά τον χρό­νο της κοι­νο­ποί­η­σης στο μέλος της σχε­τι­κής από­φα­σης του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου ή της Γενι­κής Συνέ­λευ­σης (σε περί­πτω­ση άσκη­σης προ­σφυ­γής κατά της από­φα­σης του Διοι­κη­τι­κού Συμβουλίου).

Άρθρο 9° – Υπο­χρε­ώ­σεις Μελών

Κάθε μέλος της Ένω­σης υποχρεούται:

(α) Να κατα­βά­λει ως τέλος εγγρα­φής το ποσό που θα καθο­ρί­ζει κάθε φορά το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο, το οποίο δύνα­ται να δια­φέ­ρει ανά­λο­γα με το είδος του μέλους (τακτι­κό, συν­δε­δε­μέ­νο ή επίτιμο).

(β) Να κατα­βάλ­λει στο τέλος κάθε μήνα ως μηνιαία εισφο­ρά το ποσό που θα καθο­ρί­ζει κάθε φορά το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο, το οποίο δύνα­ται να δια­φέ­ρει ανά­λο­γα με το είδος του μέλους (τακτι­κό, συν­δε­δε­μέ­νο ή επίτιμο).

(γ) Να ενερ­γεί προς το συμ­φέ­ρον της Ένω­σης και να μην υπο­νο­μεύ­ει καθ’ οιον­δή­πο­τε τρό­πο τα συμ­φέ­ρο­ντά της, να πει­θαρ­χεί και να συμ­μορ­φώ­νε­ται με τις υπο­χρε­ώ­σεις που απορ­ρέ­ουν από το Νόμο, τα ορι­ζό­με­να στο παρόν Κατα­στα­τι­κό καθώς και με τις απο­φά­σεις του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου και της Γενι­κής Συνέλευσης.

(δ) Να μην έχει οποια­δή­πο­τε συμ­με­το­χή (και σε περί­πτω­ση νομι­κών προ­σώ­πων αυτές οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις να ισχύ­ουν και για τους μετό­χους και τα μέλη των διοι­κη­τι­κών τους συμ­βου­λί­ων) σε κύριες, πλοιο­κτή­τριες, συμπλοιο­κτή­τριες ή εφο­πλί­στριες εται­ρεί­ες άλλων ελλη­νι­κών ρυμουλ­κών, ναυα­γο­σω­στι­κών, αντιρ­ρυ­πα­ντι­κών πλοί­ων, καθώς και πλοί­ων υπε­ρά­κτιων δρα­στη­ριο­τή­των που δεν είναι μέλη της Ένωσης.

(ε) Να μην έχει οποια­δή­πο­τε συμ­με­το­χή (και σε περί­πτω­ση νομι­κών προ­σώ­πων αυτές οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις να ισχύ­ουν και για τους μετό­χους και τα μέλη των διοι­κη­τι­κών τους συμ­βου­λί­ων) σε άλλα σωμα­τεία ή ενώ­σεις με βασι­κό αντι­κεί­με­νο την εκπρο­σώ­πη­ση των συμ­φε­ρό­ντων ελλη­νι­κών ρυμουλ­κών, ναυα­γο­σω­στι­κών, αντιρ­ρυ­πα­ντι­κών πλοί­ων, καθώς και πλοί­ων υπε­ρά­κτιων δραστηριοτήτων.

(στ) Να τηρεί το καθή­κον εχε­μύ­θειας και να μην επι­τρέ­πει να διαρ­ρέ­ουν σε τρί­τα πρό­σω­πα ζητή­μα­τα που σχε­τί­ζο­νται με τις δρα­στη­ριό­τη­τες και της απο­φά­σεις της Ένωσης.

Η μη τήρη­ση οποιασ­δή­πο­τε εκ των παρα­πά­νω υπό στοι­χεία «γ» ως «στ» υπο­χρε­ώ­σε­ων από το μέλος θεω­ρεί­ται ότι απο­τε­λεί πει­θαρ­χι­κό παράπτωμα.

Άρθρο 10° Βιβλία

Η Ένω­ση τηρεί βιβλίο-μητρώο των μελών της στο οποίο θα εγγρά­φο­νται υπο­χρε­ω­τι­κά όλα τα μέλη της και κάθε μετα­βο­λή της κατά­στα­σής τους, όπως πει­θαρ­χι­κές κυρώ­σεις, δια­γρα­φές κλπ. Επί­σης τηρεί βιβλίο πρα­κτι­κών συνε­δριά­σε­ων του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου, βιβλίο πρα­κτι­κών συνε­δριά­σε­ων της Γενι­κής Συνέ­λευ­σης, βιβλίο εισπρά­ξε­ων και πλη­ρω­μών, βιβλίο περιου­σί­ας, στο οποίο θα κατα­γρά­φε­ται κάθε κινη­τή και ακί­νη­τη περιου­σία της Ένω­σης, γραμ­μά­τια εισπρά­ξε­ων και κάθε άλλο βιβλίο που προ­βλέ­πε­ται από τον Νόμο.

Άρθρο 11° Σφραγίδα

Η Ένω­ση έχει δική της στρογ­γυ­λή σφρα­γί­δα που φέρει την επω­νυ­μία της, το έτος ιδρύ­σε­ώς της και σκα­ρί­φη­μα ενός ρυμουλκού.

Άρθρο 12° Δια­δι­κα­σία Απο­χώ­ρη­σης Μέλους

Κάθε μέλος της Ένω­σης έχει δικαί­ω­μα να απο­χω­ρή­σει κατό­πιν υπο­βο­λής σχε­τι­κής δήλω­σης προς το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο, θα παρα­μέ­νει όμως υπό­χρεο και μετά την απο­χώ­ρη­σή του για την κατα­βο­λή τυχόν υφι­στά­με­νων οφει­λών του προς την Ένω­ση μέχρι και την ημε­ρο­μη­νία της απο­χώ­ρη­σής του.

Άρθρο 13° Πει­θαρ­χι­κή Εξουσία

Η πει­θαρ­χι­κή εξου­σία επί των μελών της Ένω­σης ασκεί­ται από το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο. Το μέλος που έχει κατη­γο­ρη­θεί ότι έχει υπο­πέ­σει σε πει­θαρ­χι­κό παρά­πτω­μα (τα οποία περι­γρά­φο­νται στο άρθρο 9 παρα­πά­νω) καλεί­ται από το Δ.Σ. σε απο­λο­γία. Εάν το Δ.Σ. πει­σθεί ότι το μέλος διέ­πρα­ξε πει­θαρ­χι­κό παρά­πτω­μα του επι­βάλ­λει ανά­λο­γα με τη βαρύ­τη­τα του παρα­πτώ­μα­τος, τις ακό­λου­θες ποινές:
(α) Επίπληξη.
(β) Προ­σω­ρι­νή ανα­στο­λή μέχρι έξι (6) μηνών του δικαιώ­μα­τος συμ­με­το­χής σε κάθε είδους εκδή­λω­σης της Ένω­σης και στη Γενι­κή Συνέλευση.
(γ) Απο­βο­λή του μέλους.

Σε κάθε περί­πτω­ση επι­βο­λής των ανω­τέ­ρω ποι­νών, το μέλος έχει δικαί­ω­μα, μέσα σε ένα μήνα από την κοι­νο­ποί­η­ση σε αυτό της σχε­τι­κής από­φα­σης του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου, να προ­σφύ­γει στη Γενι­κή Συνέ­λευ­ση με αίτη­σή του, που υπο­βάλ­λε­ται στη Γραμ­μα­τεία της Ένω­σης, οπό­τε συγκα­λεί­ται έκτα­κτη Γενι­κή Συνέ­λευ­ση που θα απο­φαν­θεί επ’ αυτού του ζητή­μα­τος. Αν το μέλος δεν προ­σφύ­γει στην Γενι­κή Συνέ­λευ­ση εντός της παρα­πά­νω προ­θε­σμί­ας, τότε η από­φα­ση εκτε­λεί­ται. Η Γενι­κή Συνέ­λευ­ση απο­φα­σί­ζει τελε­σί­δι­κα επί της προ­σφυ­γής, έχει όμως το δικαί­ω­μα να ανα­κα­λέ­σει την επι­βλη­θεί­σα ποι­νή κατά την κρί­ση της.

Άρθρο 14° Δια­δι­κα­σία Δια­γρα­φής Μέλους

Κάθε μέλος της Ένω­σης διαγράφεται:
(α) σε περί­πτω­ση απο­βο­λής του, σύμ­φω­να με το άρθρο 13 του παρόντος.
(β) αν παύ­σει να πλη­ροί τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις που απαι­τού­νται για να γίνει μέλος, με την επι­φύ­λα­ξη των ορι­ζό­με­νων στο άρθρο 6 του παρόντος.
(γ) σε περί­πτω­ση καθυ­στέ­ρη­σης της εκπλή­ρω­σης των οικο­νο­μι­κών του υπο­χρε­ώ­σε­ων προς την Ένω­ση πέραν του εξα­μή­νου από την ημε­ρο­μη­νία κατά την οποία αυτές κατέ­στη­σαν ληξι­πρό­θε­σμες και απαι­τη­τές. Τα μέλη που καθυ­στε­ρούν τις οφει­λές τους δια­γρά­φο­νται με από­φα­ση του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου. Τα μέλη που οφεί­λουν εισφο­ρές δεν θεω­ρού­νται εν τάξει ταμεια­κώς και δεν έχουν τα δικαιώ­μα­τα του μέλους, μέχρι να τακτο­ποι­ή­σουν τις εισφο­ρές τους. Αν μέλος εξο­φλή­σει τις οφει­λό­με­νες εισφο­ρές, πλέ­ον νομί­μων τόκων υπε­ρη­με­ρί­ας, μετά από δια­γρα­φή του, δικαιού­ται να ζητή­σει την επα­νεγ­γρα­φή του, εφό­σον εξα­κο­λου­θεί να συγκε­ντρώ­νει τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις του άρθρου 5, οπό­τε απο­φαί­νε­ται σχε­τι­κά το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο της Ένω­σης και σε περί­πτω­ση απόρ­ρι­ψης του αιτή­μα­τος επα­νεγ­γρα­φής η Γενι­κή Συνέλευση.

Άρθρο 15° Πόροι

1. Πόροι της Ένω­σης είναι:
(α) Τα τέλη εγγρα­φής που κατα­βάλ­λο­νται εφ’ άπαξ κατά την εισ­δο­χή του μέλους.
(β) Οι μηνιαί­ες εισφο­ρές των μελών.
(γ) Οι έκτα­κτες εισφορές
(δ) Οι δωρε­ές, κλη­ρο­νο­μιές, πάσης φύσε­ως οικο­νο­μι­κές ενι­σχύ­σεις, τόκοι κεφα­λαί­ων και κάθε άλλο νόμι­μο έσοδο
2. Το ύψος των ανα­φε­ρό­με­νων στα εδά­φια α΄ και β΄ πόρων ορί­ζο­νται με από­φα­ση του Διοι­κη­τι­κού Συμβουλίου.
3. Για την κάλυ­ψη των εκά­στο­τε τρε­χου­σών και εκτά­κτων δαπα­νών της Ένω­σης για τις οποί­ες οι πόροι της παρ. 1 είναι ανε­παρ­κείς, το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο δικαιού­ται να ορί­ζει και άλλες, έκτα­κτες ή ειδι­κές εισφο­ρές κατά την από­λυ­τη κρί­ση του.

Άρθρο 16° Διοίκηση

Η Ένω­ση διοι­κεί­ται από το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο το οποίο απο­τε­λεί­ται από εννέα (9) τακτι­κά και τέσ­σε­ρα (4) ανα­πλη­ρω­μα­τι­κά μέλη, τα οποία είναι άμι­σθα, και εκλέ­γε­ται δια μυστι­κής ψηφο­φο­ρί­ας, για (3) τρία έτη με την δια­δι­κα­σία που ορί­ζε­ται ειδι­κό­τε­ρα με το άρθρο περί αρχαι­ρε­σιών του παρό­ντος κατα­στα­τι­κού. Στην ψηφο­φο­ρία για την εκλο­γή Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου λαμ­βά­νουν μέρος όλα τα μέλη που έχουν δικαί­ω­μα ψήφου σύμ­φω­να με τους όρους του παρό­ντος κατα­στα­τι­κού και έχουν τακτο­ποι­ή­σει όλες τις οικο­νο­μι­κές υπο­χρε­ώ­σεις τους προς την Ένωση.

Τα μέλη του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου είναι προ­σω­πι­κώς υπεύ­θυ­να για την καλή εκπλή­ρω­ση των υπο­χρε­ώ­σε­ων τους, πρέ­πει δε να είναι ενή­λι­κοι και ικα­νοί προς δικαιο­πρα­ξία και να είναι ταμεια­κώς εν τάξει. Επί­σης, πρέ­πει να είναι επί τρία (3) έτη μέλη της Ένω­σης, μέχρι την ημέ­ρα έναρ­ξης των αρχαι­ρε­σιών, εκτός αν απο­φα­σί­σει δια­φο­ρε­τι­κά η Γενι­κή Συνέ­λευ­ση με από­φα­ση που λαμ­βά­νε­ται με την από­λυ­τη πλειο­ψη­φία των μελών της.

Τα εκλε­γέ­ντα μέλη του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου μπο­ρούν να ανα­κλη­θούν από την Γενι­κή Συνέ­λευ­ση για οποιον­δή­πο­τε σπου­δαίο λόγο. Η από­φα­ση για ανά­κλη­ση λαμ­βά­νε­ται από Γενι­κή Συνέ­λευ­ση με απαρ­τία του­λά­χι­στον ιΑ των ταμεια­κά εν τάξει μελών και με πλειο­ψη­φία % των παρό­ντων μελών.

Άρθρο 17° Συγκρό­τη­ση Διοι­κη­τι­κού Συμβουλίου

Το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο εντός τριών εργα­σί­μων ημε­ρών από την εκλο­γή του, με πρό­σκλη­ση του Συμ­βού­λου που έλα­βε τις περισ­σό­τε­ρες ψήφους, συνέρ­χε­ται και συγκρο­τεί­ται σε σώμα, εκλέ­γο­ντας Πρό­ε­δρο, Αντι­πρό­ε­δρο, Γραμ­μα­τέα και Ταμία. Οι Πρό­ε­δρος, Αντι­πρό­ε­δρος, Γραμ­μα­τέ­ας και Ταμί­ας απο­τε­λούν το Προ­ε­δρείο της Ένω­σης. Η από­φα­ση για την εκλο­γή του Προ­ε­δρεί­ου λαμ­βά­νε­ται με την από­λυ­τη πλειο­ψη­φία των παρό­ντων εκπρο­σω­πού­με­νων Συμβούλων.
Το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο βρί­σκε­ται σε απαρ­τία και μπο­ρεί να συνε­δριά­ζει εφό­σον παρί­στα­νται του­λά­χι­στον πέντε (5) μέλη του.

Σε περί­πτω­ση παραί­τη­σης, θανά­του, απώ­λειας δικαιο­πρα­κτι­κής ικα­νό­τη­τας ή καθ’ οιον­δή­πο­τε άλλο τρό­πο απώ­λειας της ιδιό­τη­τας του Μέλους του Δ.Σ., αυτό το Μέλος αντι­κα­θί­στα­ται με ένα από τα ανα­πλη­ρω­μα­τι­κά Μέλη του Δ.Σ. μέχρι το τέλος της θητεί­ας του Δ.Σ. Επί­σης, σε περί­πτω­ση αδι­καιο­λό­γη­της απου­σί­ας Μέλους του Δ.Σ. από πέντε συνε­χείς συνε­δριά­σεις του Δ.Σ, το Δ.Σ. δύνα­ται να απο­φα­σί­σει την αντι­κα­τά­στα­σή του με άλλο ανα­πλη­ρω­μα­τι­κό μέλος.

Σε περί­πτω­ση αντι­κα­τά­στα­σης Μέλους του Προ­ε­δρεί­ου του Δ.Σ., διε­νερ­γού­νται εκλο­γές μετα­ξύ των Μελών του Δ.Σ. για την πλή­ρω­ση της θέσης του στο Προεδρείο.

Σε περί­πτω­ση που κατά τη διάρ­κεια μίας θητεί­ας του Δ.Σ. απαι­τη­θεί να αντι­κα­τα­στα­θούν περισ­σό­τε­ρα των τεσ­σά­ρων μέλη του Δ.Σ. θα συγκλη­θεί το συντο­μό­τε­ρο δυνα­τό έκτα­κτη Γενι­κή Συνέ­λευ­ση με θέμα την εκλο­γή νέου Διοι­κη­τι­κού Συμβουλίου.

Τόσο για την εκλο­γή, όσο και για την αντι­κα­τά­στα­ση του Προ­ε­δρεί­ου, οι από­ντες σύμ­βου­λοι μπο­ρούν να εκπρο­σω­πη­θούν με έγγρα­φη εξου­σιο­δό­τη­ση προς άλλο πρό­σω­πο, η οποία θα φέρει βεβαί­ω­ση του γνη­σί­ου της υπο­γρα­φής από δημό­σια αρχή ή δικη­γό­ρο. Κανέ­νας από τους παρό­ντες συμ­βού­λους δεν μπο­ρεί να εκπρο­σω­πεί περισ­σό­τε­ρους από έναν από­ντα σύμβουλο.

Κατά τις συνε­δριά­σεις του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου, εάν κωλύ­ε­ται ο Πρό­ε­δρος, τον ανα­πλη­ρώ­νει ο Αντι­πρό­ε­δρος, αν κωλύ­ε­ται αυτός προ­ε­δρεύ­ει ο Γραμ­μα­τέ­ας, ενώ αν κωλύ­ε­ται και αυτός προ­ε­δρεύ­ει ο Ταμίας.

Άρθρο 18° Συνε­δριά­σεις Διοι­κη­τι­κού Συμβουλίου

Το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο συνε­δριά­ζει του­λά­χι­στον 1 φορά το μήνα, εκτός όταν συντρέ­χουν λόγοι έκτα­κτης ανά­γκης, οπό­τε συνε­δριά­ζει έκτα­κτα, συγκα­λεί­ται δε από τον Πρό­ε­δρο. Ο Πρό­ε­δρος είναι υπο­χρε­ω­μέ­νος να συγκα­λέ­σει το Συμ­βού­λιο, όταν τρία από τα μέλη του το ζητή­σουν εγγρά­φως, προ­τεί­νο­ντας συγκε­κρι­μέ­να θέμα­τα συζή­τη­σης, εντός 15 ημε­ρών από την υπο­βο­λή της σχε­τι­κής αίτη­σης. Εάν κατά την έκτα­κτη αυτή συνε­δρί­α­ση, έστω και ένα από τα μέλη που υπο­γρά­φουν απου­σιά­ζει αδι­καιο­λό­γη­τα, ο Πρό­ε­δρος έχει δικαί­ω­μα να ματαιώ­σει την Συνε­δρί­α­ση. Σε αυτή την περί­πτω­ση το Συμ­βού­λιο έχει την δυνα­τό­τη­τα να επι­βάλ­λει πει­θαρ­χι­κή ποι­νή στο μέλος που απουσίασε.

Άρθρο 19° Απο­φά­σεις Διοι­κη­τι­κού Συμβουλίου

Οι απο­φά­σεις του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου λαμ­βά­νο­νται κατά πλειο­ψη­φία των παρό­ντων Συμ­βού­λων, εκτός από τις περι­πτώ­σεις που προ­βλέ­πε­ται ειδι­κή πλειο­ψη­φία από το παρόν καταστατικό.

Σε περί­πτω­ση ισο­ψη­φί­ας υπε­ρι­σχύ­ει η ψήφος του Προέδρου.

Άρθρο 20° Αρμο­διό­τη­τες Διοι­κη­τι­κού Συμβουλίου

Το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο είναι το κυριό­τε­ρο, μετά την Γενι­κή Συνέ­λευ­ση, όργα­νο της Ένω­σης. Απο­φα­σί­ζει και ενερ­γεί επί όλων των θεμά­των που αφο­ρούν την Ένω­ση. Δύνα­ται να συντά­ξει εσω­τε­ρι­κό κανο­νι­σμό της Ένω­σης, ο οποί­ος θα ρυθ­μί­ζει όσα επι­μέ­ρους θέμα­τα δεν ρυθ­μί­ζο­νται ή/και δεν εξει­δι­κεύ­ο­νται από το Κατα­στα­τι­κό της, επι­βλέ­πει την εφαρ­μο­γή του Κατα­στα­τι­κού και τυχόν εσω­τε­ρι­κού κανο­νι­σμού, μερι­μνά για την υλο­ποί­η­ση των απο­φά­σε­ων της Γενι­κής Συνέ­λευ­σης, δια­χει­ρί­ζε­ται τα χρή­μα­τα της Ένω­σης καθο­ρί­ζει το ύψος της εισφο­ράς των μελών, συντάσ­σει τον ετή­σιο απο­λο­γι­σμό που υπο­βάλ­λε­ται σε ψήφι­ση από την Γενι­κή Συνέ­λευ­ση. Συγκα­λεί τις Γενι­κές Συνε­λεύ­σεις των μελών, τακτι­κές ή έκτα­κτες, καθο­ρί­ζει την ημε­ρή­σια διά­τα­ξη των Γενι­κών Συνε­λεύ­σε­ων. Ασκεί την Πει­θαρ­χι­κή εξου­σία στα μέλη της Ένω­σης και απο­φα­σί­ζει για τις ποι­νές που θα επι­βλη­θούν. Γ ενι­κά μερι­μνά για την καλή λει­τουρ­γία και εκπλή­ρω­ση του προ­ο­ρι­σμού της Ένω­σης σύμ­φω­να με το Κατα­στα­τι­κό της.

Άρθρο 21° – Αρμο­διό­τη­τες Προ­έ­δρου Δ.Σ.

Ο Πρό­ε­δρος εκπρο­σω­πεί την Ένω­ση σε κάθε Αρχή και ενερ­γεί κάθε δικα­στι­κή ή εξώ­δι­κη πρά­ξη, ύστε­ρα από από­φα­ση του Συμ­βου­λί­ου. Συγκα­λεί και διευ­θύ­νει τις συνε­δριά­σεις του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου και των Γενι­κών Συνε­λεύ­σε­ων. Δίνει τον λόγο σε όποιον το ζητά, τον αφαι­ρεί από όποιον παρε­κτρέ­πε­ται ή επε­κτεί­νε­ται εκτός θέμα­τος, θέτει τα ζητή­μα­τα σε ψηφο­φο­ρία και εν ανά­γκη λύνει την συνε­δρί­α­ση εάν δια­πι­στώ­σει ότι παρε­κτρέ­πε­ται από τον σκο­πό της. Προ­συ­πο­γρά­φει με τον Γραμ­μα­τέα τα πρα­κτι­κά του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου και των Γενι­κών Συνε­λεύ­σε­ων, τα εντάλ­μα­τα πλη­ρω­μών καθώς και κάθε έγγρα­φο της Ένω­σης. Επι­βλέ­πει τη σωστή εφαρ­μο­γή του κατα­στα­τι­κού και εκτε­λεί τις απο­φά­σεις του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου και της Γενι­κής Συνέ­λευ­σης. Φρο­ντί­ζει για την προ­ώ­θη­ση των συμ­φε­ρό­ντων της Ένω­σης και ενερ­γεί πάντο­τε σύμ­φω­να με το συμ­φέ­ρον της. Ειση­γεί­ται στο Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο την οικο­νο­μι­κή δια­χεί­ρι­ση των πόρων της Ένω­σης και ζητά την έγκρι­ση των εξό­δων των ανα­γκαί­ων για την λει­τουρ­γία και την δρά­ση της. Διευ­θύ­νει και κατευ­θύ­νει τη συν­δι­κα­λι­στι­κή πολι­τι­κή της Ένω­σης, σύμ­φω­να με τις οδη­γί­ες του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου και είναι υπό­λο­γος απέ­να­ντι στο Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο και στην Γ ενι­κή Συνέ­λευ­ση για τη δρά­ση του.

Άρθρο 22° Αρμο­διό­τη­τες Γραμ­μα­τέα Δ.Σ.

Ο Γραμ­μα­τέ­ας συνερ­γά­ζε­ται πάντο­τε με τον Πρό­ε­δρο και ζητά τη γνώ­μη του για κάθε ζήτη­μα. Τηρεί το Αρχείο, τη σφρα­γί­δα, την αλλη­λο­γρα­φία του Σωμα­τεί­ου, το πρω­τό­κολ­λο των εισερ­χο­μέ­νων και εξερ­χό­με­νων εγγρά­φων, τα οποία και ανα­κοι­νώ­νει στο Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο. Συντάσ­σει τα πρα­κτι­κά των συνε­δριά­σε­ων του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου και τα προ­συ­πο­γρά­φει μαζί με τον Πρό­ε­δρο. Συντάσ­σει την ετή­σια έκθε­ση της δρά­σης του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου. Επι­με­λεί­ται για την καλή λει­τουρ­γία και εμφά­νι­ση των γρα­φεί­ων του Σωμα­τεί­ου. Όταν ο Γραμ­μα­τέ­ας κωλύ­ε­ται προ­σω­ρι­νά να εκτε­λέ­σει τα καθή­κο­ντά του, ανα­πλη­ρώ­νε­ται από τον Ταμία. Σε περί­πτω­ση που κωλύ­ε­ται και ο Ταμί­ας, ανα­πλη­ρώ­νε­ται από τον υπο­δει­κνυό­με­νο από το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο Σύμβουλο.

Άρθρο 23° Αρμο­διό­τη­τες Ταμία Δ.Σ.

Ο Ταμί­ας εισπράτ­τει τις μηνιαί­ες συν­δρο­μές των μελών και κάθε άλλο έσο­δο, και χορη­γεί από­δει­ξη αριθ­μη­μέ­νη και σφρα­γι­σμέ­νη με την σφρα­γί­δα της Ένω­σης. Πλη­ρώ­νει κάθε έξο­δο της Ένω­σης βάσει εντάλ­μα­τος που εκδί­δε­ται από τον Πρό­ε­δρο και τον Γραμ­μα­τέα, λαμ­βά­νο­ντας εξο­φλη­τι­κές απο­δεί­ξεις. Δια­χει­ρί­ζε­ται τα ποσά που τίθε­νται στη διά­θε­σή του για τις πάσης φύσε­ως τρέ­χου­σες ανά­γκες της Ένω­σης, βάσει των εγκε­κρι­μέ­νων δαπα­νών και κατα­θέ­τει το υπό­λοι­πο των εσό­δων στην τρά­πε­ζα επ’ ονό­μα­τι της Ένωσης.

Απο­δί­δει λογα­ρια­σμό της ταμεια­κής του δια­χεί­ρι­σης κατά μήνα στο Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο και ενη­με­ρώ­νει τον Γραμ­μα­τέα με αντί­γρα­φο ταμεια­κής κατάστασης.

Είναι υπο­χρε­ω­μέ­νος να παρου­σιά­ζει στην εξε­λεγ­κτι­κή επι­τρο­πή όλα τα ταμεια­κά βιβλία και τα δικαιο­λο­γη­τι­κά στοι­χεία της δια­χεί­ρι­σης όταν του ζητηθούν.

Υπο­βάλ­λει στην ετή­σια τακτι­κή Γενι­κή Συνέ­λευ­ση τον απο­λο­γι­σμό της δια­χεί­ρι­σης του και πλή­ρη κατά­στα­ση της περιου­σί­ας της Ένωσης.

Ο Ταμί­ας ευθύ­νε­ται προ­σω­πι­κά για την κινη­τή και ακί­νη­τη περιου­σία της Ένω­σης, την οποία δια­χει­ρί­ζε­ται και είναι προ­σω­πι­κά υπεύ­θυ­νος για κάθε απώ­λεια περιου­σια­κών στοι­χεί­ων που οφεί­λε­ται σε δόλο ή βαριά αμέ­λειά του.

Όταν ο ταμί­ας κωλύ­ε­ται προ­σω­ρι­νά να εκπλη­ρώ­σει τα καθή­κο­ντά του τον ανα­πλη­ρώ­νει ο Γραμ­μα­τέ­ας ή το μέλος του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου που θα υπο­δει­χθεί από αυτό.

Άρθρο 24° Γενι­κή Συνέλευση

Η Γενι­κή Συνέ­λευ­ση είναι το κυρί­αρ­χο όργα­νο της Ένω­σης και συγκρο­τεί­ται από τα μέλη της. Η ετή­σια τακτι­κή Γενι­κή Συνέ­λευ­ση συγκα­λεί­ται εντός τεσ­σά­ρων μηνών από τη λήξη κάθε έτους. Έκτα­κτες Γενι­κές Συνε­λεύ­σεις συγκα­λού­νται όταν το κρί­νει ανα­γκαίο το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο ή όταν το ζητή­σει εγγρά­φως το 1/3 των ταμεια­κώς τακτο­ποι­η­μέ­νων μελών, και για συγκε­κρι­μέ­να θέμα­τα, οπό­τε ο Πρό­ε­δρος είναι υπο­χρε­ω­μέ­νος να συγκα­λέ­σει Γενι­κή Συνέ­λευ­ση εντός το πολύ 30 ημε­ρών, από την ημέ­ρα υπο­βο­λής της αίτησης.

Η Γενι­κή Συνέ­λευ­ση, όταν συγκλη­θεί νόμι­μα κατά το κατα­στα­τι­κό, δεσμεύ­ει με τις απο­φά­σεις της όλα τα μέλη, ασχέ­τως εάν δια­φω­νούν ή είναι απόντα.

Άρθρο 25° Σύγκλη­ση Γενι­κής Συνέλευσης

(α) Η Γενι­κή Συνέ­λευ­ση συνέρ­χε­ται με από­φα­ση του Δ.Σ. οπό­τε ο Πρό­ε­δρος, μαζί με τον Γραμ­μα­τέα κοι­νο­ποιούν προ­σκλή­σεις, είτε απο­στέλ­λο­νται σε όλα τα μέλη της ένω­σης ατο­μι­κά, και πρέ­πει να καθο­ρί­ζουν τον τόπο, την ημε­ρο­μη­νία και την ώρα σύγκλη­σης της Γενι­κής Συνέ­λευ­σης, καθώς και τα θέμα­τα που θα συζητηθούν.

Πριν την έναρ­ξη των εργα­σιών της Γενι­κής Συνέ­λευ­σης, ο Ταμί­ας υπο­βάλ­λει κατά­στα­ση των ταμεια­κώς εν τάξει μελών της Ένω­σης. Η Γ ενι­κή Συνέ­λευ­ση βρί­σκε­ται σε απαρ­τία όταν παρευ­ρί­σκο­νται του­λά­χι­στον το ήμι­συ των ταμεια­κά τακτο­ποι­η­μέ­νων μελών.

Στη Γενι­κή Συνέ­λευ­ση προ­ε­δρεύ­ει ο Πρό­ε­δρος της Ένωσης.

(β) Οι απο­φά­σεις της Γενι­κής Συνέ­λευ­σης είναι απο­λύ­τως άκυ­ρες εάν δεν παρί­στα­ται σε αυτήν του­λά­χι­στον το ήμι­συ των ταμεια­κά τακτο­ποι­η­μέ­νων μελών. Εάν η πρώ­τη Γενι­κή Συνέ­λευ­ση δεν βρε­θεί σε απαρ­τία τότε συγκα­λεί­ται δεύ­τε­ρη εντός 15 ημε­ρών με τα ίδια θέμα­τα στον ίδιο τόπο και την ίδια ώρα. Η δεύ­τε­ρη Γενι­κή Συνέ­λευ­ση βρί­σκε­ται σε απαρ­τία αν παρα­στεί οποιοσ­δή­πο­τε αριθ­μός ταμεια­κά τακτο­ποι­η­μέ­νων μελών, οπό­τε και οι απο­φά­σεις της είναι έγκυρες.

(γ) Με εξαί­ρε­ση τις περι­πτώ­σεις που προ­βλέ­πε­ται ειδι­κή πλειο­ψη­φία στο παρόν κατα­στα­τι­κό, οι απο­φά­σεις των Γενι­κών Συνε­λεύ­σε­ων λαμ­βά­νο­νται κατά από­λυ­τη πλειο­ψη­φία των παρό­ντων μελών (πενή­ντα τοις εκα­τό συν ένα). Η ψηφο­φο­ρία πραγ­μα­το­ποιεί­ται με ψηφοδέλτια.

(δ) Τρο­πο­ποί­η­ση του Κατα­στα­τι­κού της Ένω­σης απο­φα­σί­ζε­ται με πλειο­ψη­φία 2/3 των ταμεια­κά τακτο­ποι­η­μέ­νων μελών.

Άρθρο 26° Τακτι­κή Γενι­κή Συνέλευση

Η ετή­σια τακτι­κή Γενι­κή Συνέ­λευ­ση λαμ­βά­νει χώρα το αργό­τε­ρο μέχρι τον Απρί­λιο εκά­στου έτους. Στην ετή­σια τακτι­κή Γενι­κή Συνέ­λευ­ση το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο υποβάλλει:

(α) Δια του Γραμ­μα­τέα την λογο­δο­σία του για την διοι­κη­τι­κή του δρά­ση όλο το προη­γού­με­νο έτος.

(β) Δια του Ταμία υπο­βάλ­λει λογο­δο­σία της ταμεια­κής δια­χεί­ρι­σης, δηλα­δή πλή­ρη ισο­λο­γι­σμό και λεπτο­με­ρή κατά­στα­ση της περιου­σί­ας του Σωμα­τεί­ου, για ολό­κλη­ρο το προη­γού­με­νο έτος. Το δια­χει­ρι­στι­κό έτος συμπί­πτει με το ημε­ρο­λο­για­κό έτος.

Η Γενι­κή Συνέ­λευ­ση, μετά την λογο­δο­σία που υπο­βάλ­λε­ται από τον Ταμία, απο­φα­σί­ζει αν θα απαλ­λά­ξει το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο σε σχέ­ση με την ταμεια­κή δια­χεί­ρι­ση και αν θα εγκρί­νει την διοι­κη­τι­κή δρά­ση του προη­γού­με­νου έτους.

Άρθρο 27° Αρχαι­ρε­σί­ες για εκλο­γή Δ.Σ.

Η Γενι­κή Συνέ­λευ­ση πραγ­μα­το­ποιεί τον απο­λο­γι­σμό του διοι­κη­τι­κού και δια­χει­ρι­στι­κού έργου Δ.Σ., εκλέ­γει Εφο­ρευ­τι­κή Επι­τρο­πή η οποία απο­τε­λεί­ται από τρία τακτι­κά μέλη και τρία ανα­πλη­ρω­μα­τι­κά. Η ψηφο­φο­ρία για την εκλο­γή Εφο­ρευ­τι­κής Επι­τρο­πής πραγ­μα­το­ποιεί­ται με ανά­τα­ση χειρός.

Άρθρο 28° Εφο­ρευ­τι­κή Επιτροπή

Η εφο­ρευ­τι­κή επι­τρο­πή τηρεί βιβλίο πρα­κτι­κών, βιβλίο ψηφο­φο­ρί­ας και σφρα­γί­δα με την οποία σφρα­γί­ζει τα ψηφο­δέλ­τια. Παρα­λαμ­βά­νει από το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο αντί­γρα­φα των μητρώ­ων των μελών της Ένω­σης και ετοι­μά­ζει τους εκλο­γι­κούς κατα­λό­γους, οι οποί­οι συμπε­ρι­λαμ­βά­νουν όλα τα μέλη που έχουν δικαί­ω­μα να εκλεγούν.

Παρα­λαμ­βά­νει τις αιτή­σεις των υπο­ψη­φί­ων, τις οποί­ες ελέγ­χει και εγκρί­νει ή απορ­ρί­πτει σύμ­φω­να με το καταστατικό.

Το Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο οφεί­λει να βοη­θή­σει το έργο της Εφο­ρευ­τι­κής Επι­τρο­πής, παρέ­χο­ντας κάθε στοι­χείο ή διευ­κό­λυν­ση που θα του ζητηθεί.

Άρθρο 29° Ψηφο­φο­ρί­ες για εκλο­γή οργάνων

Η ψηφο­φο­ρία για την εκλο­γή Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου και των υπο­λοί­πων οργά­νων της Ένω­σης είναι μυστι­κή και γίνε­ται με ένα ψηφο­δέλ­τιο στο οποίο θα ανα­γρά­φο­νται με από­λυ­τη αλφα­βη­τι­κή σει­ρά τα υπο­ψή­φια μέλη του Διοι­κη­τι­κού Συμβουλίου.

Στο ψηφο­δέλ­τιο θα τίθε­ται σταυ­ρός από τον ψηφο­φό­ρο δεξιά ή αρι­στε­ρά του ονό­μα­τος του προ­τι­μώ­με­νου υπο­ψή­φιου. Οι σταυ­ροί προ­τί­μη­σης δεν πρέ­πει να υπερ­βαί­νουν τους εννέα (9). Τα ψηφο­δέλ­τια που φέρουν περισ­σό­τε­ρους από τους παρα­πά­νω ορι­ζό­με­νους σταυ­ρούς προ­τί­μη­σης θεω­ρού­νται άκυρα.

Η ψηφο­φο­ρία για την ανά­δει­ξη Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου διε­ξά­γε­ται κατά την ημε­ρο­μη­νία που θα ορί­σει η Γ.Σ. αρχί­ζει την 8.00 π.μ. και λήγει στις 7.00 μ.μ. της ίδιας ημέ­ρας. Εάν κατά τον χρό­νο λήξης της ψηφο­φο­ρί­ας παρευ­ρί­σκο­νται μέλη που ανα­μέ­νουν να ψηφί­σουν, ο χρό­νος παρα­τεί­νε­ται με από­φα­ση της Εφο­ρευ­τι­κής Επι­τρο­πής που κατα­χω­ρεί­ται στα πρα­κτι­κά. Η ψηφο­φο­ρία για την ανά­δει­ξη Εφο­ρευ­τι­κής Επι­τρο­πής πραγ­μα­το­ποιεί­ται κατά τον χρό­νο διε­ξα­γω­γής της τελευ­ταί­ας Γενι­κής Συνέ­λευ­σης που προη­γεί­ται των εκλο­γών για την ανά­δει­ξη Διοι­κη­τι­κού Συμβουλίου.

Κάθε μέλος της Ένω­σης έχει δικαί­ω­μα μιας ψήφου. Οι ψηφο­φό­ροι, αφού ελεγ­χθούν τα στοι­χεία της ταυ­τό­τη­τάς τους και δια­πι­στω­θεί ότι δικαιού­νται να ψηφί­σουν βάσει των εκλο­γι­κών κατα­λό­γων, παρα­λαμ­βά­νουν το ψηφο­δέλ­τιο και τον φάκε­λο που έχουν προη­γου­μέ­νως σφρα­γι­σθεί από την Εφο­ρευ­τι­κή Επι­τρο­πή και απο­σύ­ρο­νται σε ειδι­κά απο­μο­νω­μέ­νο σημείο της αίθου­σας ψηφο­φο­ρί­ας, όπου και επι­λέ­γουν τους υπο­ψη­φί­ους της προ­τί­μη­σής τους. Απα­γο­ρεύ­ε­ται αυστη­ρά η φανε­ρή ψηφοφορία.

Το ψηφο­δέλ­τιο αφού τεθούν οι σταυ­ροί προ­τί­μη­σης κλεί­νε­ται και σφρα­γί­ζε­ται μέσα στον φάκε­λο ψηφο­φο­ρί­ας και εν συνε­χεία ο ψηφο­φό­ρος τα ρίχνει στην κάλ­πη, παρου­σία της Εφο­ρευ­τι­κής Επιτροπής.

Αφού ολο­κλη­ρω­θεί η δια­δι­κα­σία της ψηφο­φο­ρί­ας, απο­σφρα­γί­ζε­ται η κάλ­πη και αρχί­ζει η δια­λο­γή των ψηφο­δελ­τί­ων. Μετά την δια­λο­γή τα ψηφο­δέλ­τια θεω­ρού­νται από την Εφο­ρευ­τι­κή Επι­τρο­πή και παρα­δί­δο­νται μαζί με το βιβλίο ψηφο­φο­ρί­ας και τα πρα­κτι­κά για να κατα­τε­θούν στο αρχείο της Ένω­σης, όπου φυλάσ­σο­νται για του­λά­χι­στον τρία (3) έτη. Κάθε υπο­ψή­φιος έχει το δικαί­ω­μα να παρί­στα­ται κατά την σφρά­γι­ση της κάλ­πης καθώς και κατά την απο­σφρά­γι­ση και την δια­λο­γή. Δεν επι­τρέ­πε­ται να παρα­μέ­νουν στο χώρο της ψηφο­φο­ρί­ας κατά την διάρ­κειά της, μπο­ρούν όμως να παρί­στα­νται αντι­πρό­σω­ποί τους, εξου­σιο­δο­τη­μέ­νοι με έγγρα­φη επι­στο­λή τους, την οποία παρα­δί­δουν στην Εφο­ρευ­τι­κή Επιτροπή.

Η Εφο­ρευ­τι­κή Επι­τρο­πή συντάσ­σει πρα­κτι­κά αρχαι­ρε­σιών τα οποία παρα­δί­δο­νται στο Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο, και τηρού­νται στο αρχείο της Ένωσης.

Το απερ­χό­με­νο Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο είναι υπο­χρε­ω­μέ­νο εντός 10 ημε­ρών να παρα­δώ­σει όλα τα έγγρα­φα και την περιου­σία της Ένω­σης στο νέο Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο. Κατά την παρά­δο­ση συντάσ­σε­ται ειδι­κό πρω­τό­κολ­λο το οποίο υπο­γρά­φε­ται και από τα παλαιά και από τα νέα μέλη του Διοι­κη­τι­κού Συμβουλίου.

Άρθρο 30° Λύση

Η Ένω­ση λύε­ται σε περί­πτω­ση που ο αριθ­μός των μελών της είναι μικρό­τε­ρος από δέκα (10). Για οποιον­δή­πο­τε λόγο μπο­ρεί η Γ.Σ. να απο­φα­σί­σει την λύση της Ένω­σης. Η από­φα­ση αυτή λαμ­βά­νε­ται από τη Γενι­κή Συνέ­λευ­ση η οποία για να έχει απαρ­τία πρέ­πει να παρί­στα­νται τα 2/3 του συνό­λου των ταμεια­κώς τακτο­ποι­η­μέ­νων μελών της Ένω­σης και πρέ­πει να ληφθεί με πλειο­ψη­φία τριών τετάρ­των των ψήφων των παρό­ντων μελών.

Άρθρο 31° Εκκα­θα­ρι­στές

Η από­φα­ση για τη λύση της Ένω­σης πρέ­πει να καθο­ρί­ζει και του­λά­χι­στον δύο εκκα­θα­ρι­στές οι οποί­οι αφού διε­νερ­γή­σουν εκκα­θά­ρι­ση των περιου­σια­κών στοι­χεί­ων της Ένω­σης κάι τακτο­ποι­ή­σουν τα χρέη της, συντάσ­σουν ισο­λο­γι­σμό με πλή­ρη έκθε­ση, την οποία οφεί­λουν να υπο­βά­λουν εντός ενός έτους από την λήψη της από­φα­σης για τη λύση της Ένω­σης. Η προ­θε­σμία αυτή δύνα­ται να παρα­τα­θεί μόνον δια σπου­δαίο λόγο και μετά από από­φα­ση του αρμό­διου Δικαστηρίου.

Άρθρο 32° Υπό­λοι­πο Εκκαθάρισης

Αν μετά την εκκα­θά­ρι­ση προ­κό­ψει υπό­λοι­πο τού­το θα απο­δί­δε­ται σε μη κερ­δο­σκο­πι­κό οργα­νι­σμό ή σωμα­τείο με δρά­ση υπέρ της ναυ­τι­λί­ας κατά την κρί­ση των εκκαθαριστών.

Άρθρο 33° Τελι­κές Διατάξεις

Κάθε θέμα που δεν προ­βλέ­πε­ται από το παρόν κατα­στα­τι­κό ρυθ­μί­ζε­ται με από­φα­ση Γενι­κής Συνέ­λευ­σης, η οποία λαμ­βά­νε­ται μετά από εισή­γη­ση του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου και πάντο­τε σύμ­φω­να με όσα ορί­ζει ο νόμος.

Άρθρο 34° Έγκρι­ση Τρο­πο­ποί­η­σης Καταστατικού

Το παρόν Κατα­στα­τι­κό τρο­πο­ποιεί το από 29.03.2023 κατα­στα­τι­κό της Ένω­σης, που είχε εγκρι­θεί με την υπ’ αριθ. 25/2023 δια­τα­γή του Ειρη­νο­δι­κεί­ου Πει­ραιά (Εκού­σια Δικαιο­δο­σία), απο­τε­λεί­ται δε από 34 άρθρα και εγκρί­θη­κε κατό­πιν από­φα­σης που έλα­βε η Γενι­κή Συνέλευση.

Πει­ραιάς, 06 Σεπτεμ­βρί­ου 2023